ὑποδέδρομα

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de ὑποτρέχω.

Greek Monotonic

ὑποδέδρομα: παρακ. του ὑποτρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδέδρομα: дор. ὑποδεδρόμηκα pf. к ὑποτρέχω.