ὠκύροος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκύροος:''' -ον, ποιητ. επίθ., αυτός που ρέει [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὠκύροος:''' -ον, ποιητ. επίθ., αυτός που ρέει [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκύροος:''' Hom. = ὠκυροής. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, poet. Adj.
A swift-flowing, ποταμός Il.5.598, 7.133:—fem. Ὠκῠρόη, ἡ, an Oceanid, h.Cer. 420, Hes.Th.360.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύροος: -ον, ποιητικ. ἐπίθ., ὁ ταχέως ῥέων, ποταμὸς Ἰλ. Ε. 598, Η. 133· ― θηλ. Ὠκῠρόη, ἡ, μία τῶν Ὠκεανίδων, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 420, Ἡσ. Θεογ. 360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coule rapidement, au cours rapide.
Étymologie: ὠκύς, ῥέω.
English (Autenrieth)
swift-flowing, Il. 5.598 and Il. 7.133.
Greek Monotonic
ὠκύροος: -ον, ποιητ. επίθ., αυτός που ρέει γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύροος: Hom. = ὠκυροής.