ὡριαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_4) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡριαῖος''': -α, -ον, (ὥρα Α. ΙΙ) ὁ ἔχων [[διάστημα]] μιᾶς ὥρας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 63. | |lstext='''ὡριαῖος''': -α, -ον, (ὥρα Α. ΙΙ) ὁ ἔχων [[διάστημα]] μιᾶς ὥρας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 63. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὡριαῖος:''' [[ὥρα]] 8] часовой (διαστήματα Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον, (ὥρα(c) A.11)
A an hour long, διάστημα Hipparch.3.5.4, al., cf. S.E.M.5.63, Ptol.Geog.1.11.1, al.; μέγεθος Vett.Val.22.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὡριαῖος: -α, -ον, (ὥρα Α. ΙΙ) ὁ ἔχων διάστημα μιᾶς ὥρας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 63.
Russian (Dvoretsky)
ὡριαῖος: ὥρα 8] часовой (διαστήματα Sext.).