δώομεν: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(4)
(nl)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δώομεν:''' Επικ. αντί <i>δῶμεν</i>, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[δίδωμι]].
|lsmtext='''δώομεν:''' Επικ. αντί <i>δῶμεν</i>, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[δίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δώομεν:''' эп. (= [[δῶμεν]]) 1 л. sing. aor. 2 conjct. к [[δίδωμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=δώομεν ep. conj. act. 1 plur. van δίδωμι.
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de δίδωμι.

Greek Monotonic

δώομεν: Επικ. αντί δῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δώομεν: эп. (= δῶμεν) 1 л. sing. aor. 2 conjct. к δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δώομεν ep. conj. act. 1 plur. van δίδωμι.