τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
1ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de δίδωμι.
δώομεν: Επικ. αντί δῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του δίδωμι.
δώομεν: эп. (= δῶμεν) 1 л. sing. aor. 2 conjct. к δίδωμι.
δώομεν ep. conj. act. 1 plur. van δίδωμι.