δώομεν

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de δίδωμι.

Greek Monotonic

δώομεν: Επικ. αντί δῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δώομεν: эп. (= δῶμεν) 1 л. sing. aor. 2 conjct. к δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δώομεν ep. conj. act. 1 plur. van δίδωμι.