καταδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδατέομαι:''' μέλ. -[[δάσομαι]] [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[σχίζω]] και [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταδατέομαι:''' μέλ. -[[δάσομαι]] [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[σχίζω]] και [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.
}}
}}

Revision as of 06:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰτέομαι Medium diacritics: καταδατέομαι Low diacritics: καταδατέομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: katadatéomai Transliteration B: katadateomai Transliteration C: katadateomai Beta Code: katadate/omai

English (LSJ)

fut. -δάσομαι (v. infr.):—Med.,

   A divide among themselves, tear and devour, κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354:— Pass., ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Luc.Demon. 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, Hsch.    II τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

καταδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι, Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, καταβιβρώσκω, ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος βίος 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. προσδατέομαι.

Greek Monotonic

καταδατέομαι: μέλ. -δάσομαι [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι κάτι μαζί με άλλους, σχίζω και καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.