καταπότιον: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(6_22)
(nl)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπότιον''': τό, τὸ καταπινόμενον, καταπότι, «χάπι», καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν θᾶττον ποιεῖν [[καταπότιον]] δοθὲν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2., 9. 8, 3· δίδοται καὶ κοιλιακοῖς [[καταπότιον]] Διοσκ. π. Ὀρειβ. σ. 163, 217, 347κ. Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 7, 5.
|lstext='''καταπότιον''': τό, τὸ καταπινόμενον, καταπότι, «χάπι», καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν θᾶττον ποιεῖν [[καταπότιον]] δοθὲν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2., 9. 8, 3· δίδοται καὶ κοιλιακοῖς [[καταπότιον]] Διοσκ. π. Ὀρειβ. σ. 163, 217, 347κ. Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 7, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπότιον -ου en κατάποτον -ου, τό [καταπίνω] geneesk. drankje.
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1372] τό, = Folgdm, eigentlich dim. dazu, Theophr, u. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

καταπότιον: τό, τὸ καταπινόμενον, καταπότι, «χάπι», καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν θᾶττον ποιεῖν καταπότιον δοθὲν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2., 9. 8, 3· δίδοται καὶ κοιλιακοῖς καταπότιον Διοσκ. π. Ὀρειβ. σ. 163, 217, 347κ. Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 7, 5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπότιον -ου en κατάποτον -ου, τό [καταπίνω] geneesk. drankje.