σαώσω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(6)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαώσω:''' μέλ. του [[σαόω]]· Επικ. απαρ. [[σαωσέμεν]].
|lsmtext='''σαώσω:''' μέλ. του [[σαόω]]· Επικ. απαρ. [[σαωσέμεν]].
}}
{{elnl
|elnltext=σαώσω ep. fut. act., zie σῴζω.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

σαώσω: μέλλ. τοῦ σαόω.

French (Bailly abrégé)

fut. Act. de σαόω.

Greek Monotonic

σαώσω: μέλ. του σαόω· Επικ. απαρ. σαωσέμεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαώσω ep. fut. act., zie σῴζω.