συνερτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
(4b) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνερτικός:''' безостановочный, неумолкающий (Arph. - v. l. [[συνερκτικός]]). | |elrutext='''συνερτικός:''' безостановочный, неумолкающий (Arph. - v. l. [[συνερκτικός]]). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. συνερκτικός.
Greek Monolingual
και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
Greek Monolingual
και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
Russian (Dvoretsky)
συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v. l. συνερκτικός).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).