συγκατέδομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκατέδομαι''': μέλλ. τοῦ [[συγκατεσθίω]]. | |lstext='''συγκατέδομαι''': μέλλ. τοῦ [[συγκατεσθίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:04, 1 January 2019
English (LSJ)
fut. of συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.
Greek Monolingual
Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.
Greek Monotonic
συγκατέδομαι: μέλ. του συγκατεσθίω.