συνεπισκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(4b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=examiner en même temps <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκέπτομαι]].
|btext=examiner en même temps <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκέπτομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπισκέπτομαι]]<br />[[επισκοπώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:42, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισκέπτομαι: συνυπολογίζω, συναριθμῶ, λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, τὴν φυλὴν Λευὶ οὐ συνεπισκέψῃ, καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν οὐ λήψῃ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 49)· οὐ συνεπεσκέπησαν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ αὐτόθι Α΄, 47, ἴδε συνεπισκοπέω ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

examiner en même temps ou avec.
Étymologie: σύν, ἐπισκέπτομαι.

Greek Monolingual

Α ἐπισκέπτομαι
επισκοπώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι μαζί με άλλους.

Russian (Dvoretsky)

συνεπισκέπτομαι: вместе рассматривать, сообща исследовать (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι μετά τινος Plat.).