ὀστακός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(29)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀστακός]], ὁ (Α)<br />[[αστακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[αστακός]]].
|mltxt=[[ὀστακός]], ὁ (Α)<br />[[αστακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[αστακός]]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ἀστακός]].
}}
}}

Revision as of 07:40, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστᾰκός Medium diacritics: ὀστακός Low diacritics: οστακός Capitals: ΟΣΤΑΚΟΣ
Transliteration A: ostakós Transliteration B: ostakos Transliteration C: ostakos Beta Code: o)stako/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀστακός, lobster, Aristomen.6, Eun.Hist.p.251 D.: as pr. n. Ὄστακος Inscr.Délos442A 20 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστᾰκός: ὁ, = ἀστακός, «τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ο ὀστακὸν λέγουσιν, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας» Ἀθήν. 105Β, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀστακός· εἶδος καράβου· οἱ δὲ ἀστακὸν λέγουσιν», πρβλ. Φώτ. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
homard, poisson.
Étymologie: DELG cf. ἀστράγαλος.

Greek Monolingual

ὀστακός, ὁ (Α)
αστακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αστακός].

Frisk Etymological English

See also: s. ἀστακός.