κέντριον: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553
(20)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κέντριον''': (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέντρον]], Φιλῆς 28˙ τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον [[μέρος]] τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.
|lstext='''κέντριον''': (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέντρον]], Φιλῆς 28· τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον [[μέρος]] τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέντριον]], τὸ (Α) [[κέντριον]]<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]], αλλ. [[κέντιον]]<br /><b>2.</b> βούκεντρο.
|mltxt=[[κέντριον]], τὸ (Α) [[κέντριον]]<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]], αλλ. [[κέντιον]]<br /><b>2.</b> βούκεντρο.
}}
}}

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντριον Medium diacritics: κέντριον Low diacritics: κέντριον Capitals: ΚΕΝΤΡΙΟΝ
Transliteration A: kéntrion Transliteration B: kentrion Transliteration C: kentrion Beta Code: ke/ntrion

English (LSJ)

τό, a surgical instrument, called modern spelling of κέντιον, Gal.13.407;

   A = βουκέντριον, Suid., cf. EM503.39.

Greek (Liddell-Scott)

κέντριον: (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ κέντρον, Φιλῆς 28· τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον μέρος τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κέντριον, τὸ (Α) κέντριον
1. χειρουργικό εργαλείο, αλλ. κέντιον
2. βούκεντρο.