καταφωνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(6_20)
 
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφωνέω''': πληρῶ διὰ τῆς φωνῆς μου, ὡς τὸ [[κατᾴδω]], [[κάμνω]] τι νὰ ἀντηχῇ, οἱ τέττιγες μουσουργοῦντες τὰ ἄλση καταφωνοῦσιν Γρηγ. Ναζ.˙ ἀλλὰ καὶ, κατ. τὸ [[ἄλσος]]·- «καταφωνεῖ˙ ταράττει» Ἡσύχ.
|lstext='''καταφωνέω''': πληρῶ διὰ τῆς φωνῆς μου, ὡς τὸ [[κατᾴδω]], [[κάμνω]] τι νὰ ἀντηχῇ, οἱ τέττιγες μουσουργοῦντες τὰ ἄλση καταφωνοῦσιν Γρηγ. Ναζ.· ἀλλὰ καὶ, κατ. τὸ [[ἄλσος]]·- «καταφωνεῖ· ταράττει» Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

καταφωνέω: πληρῶ διὰ τῆς φωνῆς μου, ὡς τὸ κατᾴδω, κάμνω τι νὰ ἀντηχῇ, οἱ τέττιγες μουσουργοῦντες τὰ ἄλση καταφωνοῦσιν Γρηγ. Ναζ.· ἀλλὰ καὶ, κατ. τὸ ἄλσος·- «καταφωνεῖ· ταράττει» Ἡσύχ.