Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελανηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(24)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελανηφόρος''': -ον, = μελανοφόρος, Ὀρφ. Ὕμν. 41. ἐπίθ. ἱερέων τινῶν τῆς Ἴσιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2293 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Böckh), 96˙ - μελανηφορέω, μαυροφορῶ, Τζέτζ. 7. 999.
|lstext='''μελανηφόρος''': -ον, = μελανοφόρος, Ὀρφ. Ὕμν. 41. ἐπίθ. ἱερέων τινῶν τῆς Ἴσιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2293 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Böckh), 96· - μελανηφορέω, μαυροφορῶ, Τζέτζ. 7. 999.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ο, θηλ. και -α<br />αυτός που περιέχει [[μελάνη]] («[[μελανηφόρος]] [[σάκος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[μελανηφόρος]], -ον (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μελανοφόρος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ο, θηλ. και -α<br />αυτός που περιέχει [[μελάνη]] («[[μελανηφόρος]] [[σάκος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[μελανηφόρος]], -ον (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μελανοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνηφόρος Medium diacritics: μελανηφόρος Low diacritics: μελανηφόρος Capitals: ΜΕΛΑΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: melanēphóros Transliteration B: melanēphoros Transliteration C: melaniforos Beta Code: melanhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A = μελανοφόρος, Orph.H.42.9; epith. of priests of Isis, at Delos, SIG977a2 (ii B. C.); at Eretria, Ἀρχ.Δελτ.1.148:— hence μελᾰνη-φορέω, Tz.H.7.999.

German (Pape)

[Seite 119] schwarze Kleider tragend, Diener der Isis, Inscr. 2293, ff.

Greek (Liddell-Scott)

μελανηφόρος: -ον, = μελανοφόρος, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 9· ἐπίθ. ἱερέων τινῶν τῆς Ἴσιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2293 (ἔνθα ἴδε τὸν Böckh), 96· - μελανηφορέω, μαυροφορῶ, Τζέτζ. 7. 999.

Greek Monolingual

(I)
-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει μελάνημελανηφόρος σάκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη + -φόρος].———————— (II)
μελανηφόρος, -ον (ΑM)
βλ. μελανοφόρος.