καταχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_13a)
 
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχαίνω''': μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ [[χάσκω]] ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] περιγελῶ τινα, τινός˙ «καταχήνῃ˙ καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.
|lstext='''καταχαίνω''': μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ [[χάσκω]] ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] περιγελῶ τινα, τινός· «καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

καταχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ χάσκω ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα περιγελῶ τινα, τινός· «καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.