άγρευμα: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(1)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄγρευμα]], το<br />(Α) [[ἀγρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτό που πιάστηκε σε [[κυνήγι]], [[θήραμα]], [[λεία]], [[λάφυρο]]<br /><b>2.</b> το [[μέσο]] με το οποίο θηρεύεται [[κάτι]], κυνηγετικό [[δίχτυ]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄγρευμα]], το<br />(Α) [[ἀγρός]]<br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἀγρεύματα</i><br />ο [[αγρός]] που πρόσφατα ξεχερσώθηκε.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄγρευμα]], το<br />(Α) [[ἀγρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτό που πιάστηκε σε [[κυνήγι]], [[θήραμα]], [[λεία]], [[λάφυρο]]<br /><b>2.</b> το [[μέσο]] με το οποίο θηρεύεται [[κάτι]], κυνηγετικό [[δίχτυ]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄγρευμα]], το<br />(Α) [[ἀγρός]]<br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἀγρεύματα</i><br />ο [[αγρός]] που πρόσφατα ξεχερσώθηκε.
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄγρευμα, το
(Α) ἀγρεύω
1. αυτό που πιάστηκε σε κυνήγι, θήραμα, λεία, λάφυρο
2. το μέσο με το οποίο θηρεύεται κάτι, κυνηγετικό δίχτυ.
(II)
ἄγρευμα, το
(Α) ἀγρός
στον πληθ. τὰ ἀγρεύματα
ο αγρός που πρόσφατα ξεχερσώθηκε.