άγρευμα

From LSJ

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄγρευμα, το
(Α) ἀγρεύω
1. αυτό που πιάστηκε σε κυνήγι, θήραμα, λεία, λάφυρο
2. το μέσο με το οποίο θηρεύεται κάτι, κυνηγετικό δίχτυ.
(II)
ἄγρευμα, το
(Α) ἀγρός
στον πληθ. τὰ ἀγρεύματα
ο αγρός που πρόσφατα ξεχερσώθηκε.