ακρατοποσία: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκρατοποσία]], η (Α) [[ἀκρατοπότης]] Ι]<br />το να πίνει [[κανείς]] άκρατο, ανόθευτο [[κρασί]].———————— <b>(II)</b><br />η [[[ακρατοπότης]] ΙΙ]<br />ασυγκράτητη, υπερβολική [[οινοποσία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκρατοποσία]], η (Α) [[ἀκρατοπότης]] Ι]<br />το να πίνει [[κανείς]] άκρατο, ανόθευτο [[κρασί]].<br /><b>(II)</b><br />η [[[ακρατοπότης]] ΙΙ]<br />ασυγκράτητη, υπερβολική [[οινοποσία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἀκρατοποσία, η (Α) ἀκρατοπότης Ι]
το να πίνει κανείς άκρατο, ανόθευτο κρασί.
(II)
η [[[ακρατοπότης]] ΙΙ]
ασυγκράτητη, υπερβολική οινοποσία.