άκλαστος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[κλάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φτάνει η [[κακοσμία]] της πορδής.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκλαστος]], -ον) [<i>κλῶ</i>(-<i>άω</i>)]<br />αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[κλάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φτάνει η [[κακοσμία]] της πορδής.<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκλαστος]], -ον) [<i>κλῶ</i>(-<i>άω</i>)]<br />αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο κλάνω
1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει
2. αυτός που δεν τον φτάνει η κακοσμία της πορδής.
(II)
-η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)]
αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.