άκλαστος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(2) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[κλάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φτάνει η [[κακοσμία]] της πορδής. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[κλάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φτάνει η [[κακοσμία]] της πορδής.<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκλαστος]], -ον) [<i>κλῶ</i>(-<i>άω</i>)]<br />αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί. | ||
}} | }} |