έρινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(14)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔρινος]])<br /><b>βοτ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη [[άνθη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] εύοσμου φυτού που μοιάζει με το [[φυτό]] [[βασιλικός]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[φυτό]] επιμήδιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔρινος]], -η, -ον (Μ) [[έριον]]<br />[[μάλλινος]], από [[μαλλί]] (<b>βλ.</b> [[ερίνεος]]).
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔρινος]])<br /><b>βοτ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη [[άνθη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] εύοσμου φυτού που μοιάζει με το [[φυτό]] [[βασιλικός]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[φυτό]] επιμήδιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔρινος]], -η, -ον (Μ) [[έριον]]<br />[[μάλλινος]], από [[μαλλί]] (<b>βλ.</b> [[ερίνεος]]).
}}
}}

Revision as of 13:01, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ἔρινος)
βοτ.
1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη
2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός
μσν.
το φυτό επιμήδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].
(II)
ἔρινος, -η, -ον (Μ) έριον
μάλλινος, από μαλλί (βλ. ερίνεος).