ανέγκαιρος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(4)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> [[αχρησιμοποίητος]], [[καινούργιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[έγκαιρος]]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο [[έγκαιρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έγινε έγκαιρα<br /><b>2.</b> αυτός που άργησε να φθάσει, [[καθυστερημένος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> [[αχρησιμοποίητος]], [[καινούργιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[έγκαιρος]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[έγκαιρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έγινε έγκαιρα<br /><b>2.</b> αυτός που άργησε να φθάσει, [[καθυστερημένος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. πρόσφατος
2. αχρησιμοποίητος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + έγκαιρος].
(II)
-η, -ο έγκαιρος
1. αυτός που δεν έγινε έγκαιρα
2. αυτός που άργησε να φθάσει, καθυστερημένος.