ανέγκαιρος

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. πρόσφατος
2. αχρησιμοποίητος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + έγκαιρος].
(II)
-η, -ο έγκαιρος
1. αυτός που δεν έγινε έγκαιρα
2. αυτός που άργησε να φθάσει, καθυστερημένος.