Ἁλωάς: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(2)
(1a)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἁλωάς:''' -[[άδος]], ἡ (ἁλωή), [[θεότητα]] του αλωνιού, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''Ἁλωάς:''' -[[άδος]], ἡ (ἁλωή), [[θεότητα]] του αλωνιού, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἁλωή]<br />[[goddess]] of the threshing-[[floor]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 11:30, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

Ἁλωάς: -άδος, ἢ Ἁλωΐς, ίδος, ἡ, = Ἁλωαία, Θεόκρ. 7. 155.

Greek Monotonic

Ἁλωάς: -άδος, ἡ (ἁλωή), θεότητα του αλωνιού, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[ἁλωή]
goddess of the threshing-floor, Theocr.