Ἁλωάς
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English (LSJ)
-άδος, or Ἁλωΐς, -ΐδος, ἡ, = Ἁλωαία, Theoc. 7.155.
Greek (Liddell-Scott)
Ἁλωάς: -άδος, ἢ Ἁλωΐς, ίδος, ἡ, = Ἁλωαία, Θεόκρ. 7. 155.
Greek Monotonic
Ἁλωάς: -άδος, ἡ (ἁλωή), θεότητα του αλωνιού, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
[ἁλωή]
goddess of the threshing-floor, Theocr.
German (Pape)
άδος, ἡ, Beiname der Demeter, die Tennenbeschützerin, Theocr. 7.155.