πάλμα: Difference between revisions
From LSJ
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
(c1) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0452.png Seite 452]] τό, das Geschwungene, auch der Schwung, Sprung, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0452.png Seite 452]] τό, das Geschwungene, auch der Schwung, Sprung, Gramm. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πάλμα''': τό, = [[παλμός]], Γραμμ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[ναυτικό]] [[εργαλείο]] στη ναυπηγική ξυλουργική για τη [[μέτρηση]] του πάχους τών καταρτιών<br /><b>2.</b> [[μετρική]] [[μονάδα]] μήκους η οποία ισούται με [[τέσσερεις]] δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>palma</i> «[[παλάμη]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλάμη]])].<br /> <b>(II)</b><br />το (Α [[πάλμα]])<br />ο [[παλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]]. Πρόκειται [[μάλλον]] για αμάρτυρο τ., ο [[οποίος]] πλάστηκε από αρχαίο γραμματικό προκειμένου να δικαιολογηθεί η [[παραγωγή]] του [[παλματίας]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 452] τό, das Geschwungene, auch der Schwung, Sprung, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πάλμα: τό, = παλμός, Γραμμ.
Greek Monolingual
(I)
η
1. ναυτικό εργαλείο στη ναυπηγική ξυλουργική για τη μέτρηση του πάχους τών καταρτιών
2. μετρική μονάδα μήκους η οποία ισούται με τέσσερεις δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palma «παλάμη» (πρβλ. παλάμη)].
(II)
το (Α πάλμα)
ο παλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλω. Πρόκειται μάλλον για αμάρτυρο τ., ο οποίος πλάστηκε από αρχαίο γραμματικό προκειμένου να δικαιολογηθεί η παραγωγή του παλματίας].