οκτάς: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(28) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>αστρον.</b> α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων [[κατά]] τη μεσουράνησή τους<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Οκτάς</i><br />[[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>octant</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>octans</i>, -<i>ntis</i> «οκταμερές όργανο» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>octo</i> «[[οκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[εξάς]], -<i>άντος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>αστρον.</b> α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων [[κατά]] τη μεσουράνησή τους<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Οκτάς</i><br />[[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>octant</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>octans</i>, -<i>ntis</i> «οκταμερές όργανο» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>octo</i> «[[οκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[εξάς]], -<i>άντος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀκτάς]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οκτάδα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ο
αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους
β) ως κύριο όν. ο Οκτάς
αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, -ntis «οκταμερές όργανο» < λατ. octo «οκτώ» (πρβλ. εξάς, -άντος). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
(II)
ὀκτάς, ἡ (Α)
βλ. οκτάδα.