οκτάδα

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

και οχτάδα, η (Α ὀκτάς) οκτώ
1. σύνολο από οκτώ μονάδες («παράταξη λόχου σε οκτάδες»)
νεοελλ.
φρ. «κανόνας οκτάδων»
χημ. αρχή σύμφωνα με την οποία τα χημικά στοιχεία με ατομικούς αριθμούς γειτονικούς με τους ατομικούς αριθμούς τών ευγενών αερίων τείνουν να ενωθούν με άλλα τέτοια στοιχεία, με αποβολή, πρόσληψη ή κοινή συνεισφορά και κατοχή ηλεκτρονίων ώστε να αποκτήσουν, όπως και τα ευγενή αέρια, δομή οκτώ ηλεκτρονίων στην εξώτατη στιβάδα τών ατόμων τους
αρχ.
σώμα από οκτώ άνδρες.