ὀκτάς

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάς Medium diacritics: ὀκτάς Low diacritics: οκτάς Capitals: ΟΚΤΑΣ
Transliteration A: oktás Transliteration B: oktas Transliteration C: oktas Beta Code: o)kta/s

English (LSJ)

ὀκτάδος, ἡ,
A the number eight, Arist.Metaph.1082a30.
II body of eight men, Nic.Dam.60 J.

German (Pape)

[Seite 317] άδος, ἡ, die Zahl acht, Macedon. 28 b (VI, 40), τέτρατος ἤδη ὀκτάδος ἑνδεκάτης λυκάβας, das vierundachtzigste Jahr.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάς: άδος ἡ восьмерка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάς: -άδος, ἡ, ὁ ἀριθμὸς ὀκτώ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 22.

Greek Monolingual

(I)
ο
αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους
β) ως κύριο όν. ο Οκτάς
αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, -ntis «οκταμερές όργανο» < λατ. octo «οκτώ» (πρβλ. εξάς, -άντος). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
(II)
ὀκτάς, ἡ (Α)
βλ. οκτάδα.