οροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(29)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οροφύλακας]].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />ο [[φύλακας]] τών ορέων, τών βουνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οροφύλακας]].<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />ο [[φύλακας]] τών ορέων, τών βουνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὁροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. οροφύλακας.
(II)
ὀροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.