ορτός: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(29)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό<br />([[λαϊκός]] τ.) [[ορθός]].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀρτός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κυπρίους) «[[βωμός]]».
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό<br />([[λαϊκός]] τ.) [[ορθός]].<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀρτός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κυπρίους) «[[βωμός]]».
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
(λαϊκός τ.) ορθός.
(II)
ὀρτός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «βωμός».