ορτός

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
(λαϊκός τ.) ορθός.
(II)
ὀρτός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «βωμός».