πρωτοτυπώ: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όω, Α<br />[[σχηματίζω]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>τυπῶ</i> «[[δίνω]] [[μορφή]], [[σχηματίζω]]»]. | |mltxt=-όω, Α<br />[[σχηματίζω]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>τυπῶ</i> «[[δίνω]] [[μορφή]], [[σχηματίζω]]»].<br /> πρωτοτυπῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[πρωτότυπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />εκφράζομαι ή εκδηλώνομαι με [[πρωτοτυπία]], [[είμαι]] [[καινοτόμος]], [[νεωτεριστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] στη γραμμ.) έχω τον πρώτο τύπο, την πρώτη [[μορφή]], [[είμαι]] δηλ. ο πιο [[παλιός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 9 January 2019
Greek Monolingual
-όω, Α
σχηματίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + τυπῶ «δίνω μορφή, σχηματίζω»].
πρωτοτυπῶ, -έω, ΝΜΑ
πρωτότυπος
νεοελλ.
εκφράζομαι ή εκδηλώνομαι με πρωτοτυπία, είμαι καινοτόμος, νεωτεριστής
αρχ.
(κυρίως στη γραμμ.) έχω τον πρώτο τύπο, την πρώτη μορφή, είμαι δηλ. ο πιο παλιός.