ορώδης: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(29)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ορρώδης]], -ες (Α [[ὀρώδης]] και [[ὀρρώδης]], -ῶδες) [[ορός]]<br />αυτός που μοιάζει με ορό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που αποτελείται ή παράγει [[υγρό]] που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες [[εξίδρωμα]]» β. «[[ορώδης]] [[μηνιγγίτιδα]]»).———————— <b>(II)</b><br />[[ὀρώδης]], -ῶδες (Α) [<i>όρος</i> (II)]<br />[[ορεινός]], [[βουνήσιος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ορρώδης]], -ες (Α [[ὀρώδης]] και [[ὀρρώδης]], -ῶδες) [[ορός]]<br />αυτός που μοιάζει με ορό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που αποτελείται ή παράγει [[υγρό]] που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες [[εξίδρωμα]]» β. «[[ορώδης]] [[μηνιγγίτιδα]]»).<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀρώδης]], -ῶδες (Α) [<i>όρος</i> (II)]<br />[[ορεινός]], [[βουνήσιος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και ορρώδης, -ες (Α ὀρώδης και ὀρρώδης, -ῶδες) ορός
αυτός που μοιάζει με ορό
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που αποτελείται ή παράγει υγρό που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες εξίδρωμα» β. «ορώδης μηνιγγίτιδα»).
(II)
ὀρώδης, -ῶδες (Α) [όρος (II)]
ορεινός, βουνήσιος.