ἀκαμαντολόγχης: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(1)
(1a)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκᾰμαντολόγχης:''' неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).
|elrutext='''ἀκᾰμαντολόγχης:''' неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λόγχη]]<br />[[unwearied]] at the [[spear]], Pind.
}}
}}

Revision as of 12:35, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντολόγχης: неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).

Middle Liddell

λόγχη
unwearied at the spear, Pind.