τοσάκις: Difference between revisions
From LSJ
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
(6) |
(1b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοσάκῐς:''' [ᾰ], Επικ. τοσσάκῐ, επίρρ., ([[τόσος]]), τόσες πολλές φορές, τόσο [[συχνά]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τοσάκῐς:''' [ᾰ], Επικ. τοσσάκῐ, επίρρ., ([[τόσος]]), τόσες πολλές φορές, τόσο [[συχνά]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τόσος]]<br />so [[many]] times, so often, Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1130] adv., so viel Male, so oft, ep. auch τοσσάκις u. τοσσάκι.
Greek (Liddell-Scott)
τοσάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., (τόσος) ὡς καὶ νῦν, τόσας φοράς, ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ τοσσάκι, Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων, πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ ὕδωρ ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.
French (Bailly abrégé)
adv.
autant de fois.
Étymologie: τόσος, -ακις.
Greek Monolingual
ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α
επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις/-ακι (πρβλ. πεντ-άκις / πεντ-άκι), βλ. και λ. -κις].
Greek Monotonic
τοσάκῐς: [ᾰ], Επικ. τοσσάκῐ, επίρρ., (τόσος), τόσες πολλές φορές, τόσο συχνά, σε Ομήρ. Ιλ.