Ἀχερόντιος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(3)
(1a)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀχερόντιος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Αχέροντα, σε Ευρ.
|lsmtext='''Ἀχερόντιος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Αχέροντα, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=of [[Acheron]], Eur.
}}
}}

Revision as of 20:25, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l’Achéron.
Étymologie: Ἀχέρων.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
del Aqueronte c. ref. al río mítico del mundo subterráneo λιμήν E.HF 770, λίμνα E.Alc.443, σκόπελος Ar.Ra.471, πήματα de los suplicios de Tántalo AP 5.236 (Paul.Sil.).

Greek Monotonic

Ἀχερόντιος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Αχέροντα, σε Ευρ.

Middle Liddell

of Acheron, Eur.