δύσθρους: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(10)
(1ab)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσθρους]], -ουν και [[δύσθροος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.
|mltxt=[[δύσθρους]], -ουν και [[δύσθροος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-θρους, ουν<br />ill-[[sounding]], Aesch. to be [[dispirited]], to [[despond]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 21:15, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
c. δύσθροος.

Greek Monolingual

δύσθρους, -ουν και δύσθροος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.

Middle Liddell

δύσ-θρους, ουν
ill-sounding, Aesch. to be dispirited, to despond, Hhymn.