συναρμολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(4)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συναρμολογέομαι:''' быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).
|elrutext='''συναρμολογέομαι:''' быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to be fitted or framed [[together]], NTest.
}}
}}

Revision as of 01:25, 10 January 2019

Greek Monotonic

συναρμολογέομαι: Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συναρμολογέομαι: быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).

Middle Liddell


Pass. to be fitted or framed together, NTest.