κρυσταλλοπήξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(3)
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρυσταλλοπήξ:''' ῆγος adj. оледеневший, замерзший ([[πόρος]] Aesch.).
|elrutext='''κρυσταλλοπήξ:''' ῆγος adj. оледеневший, замерзший ([[πόρος]] Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρυσταλλοπήξ]], ῆγος, ὁ, ἡ, = [[κρυσταλλόπηκτος]], Aesch.]
}}
}}

Revision as of 03:06, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

πῆγος (ὁ, ἡ)
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. κρυσταλλόπηκτος.

Greek Monotonic

κρυσταλλοπήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλοπήξ: ῆγος adj. оледеневший, замерзший (πόρος Aesch.).

Middle Liddell

κρυσταλλοπήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, = κρυσταλλόπηκτος, Aesch.]