κρυσταλλοπήξ
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ, = κρυσταλλόπηκτος.
French (Bailly abrégé)
πῆγος (ὁ, ἡ)
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.
Greek Monolingual
κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. κρυσταλλόπηκτος.
Greek Monotonic
κρυσταλλοπήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κρυσταλλοπήξ: ῆγος adj. оледеневший, замерзший (πόρος Aesch.).
Middle Liddell
κρυσταλλοπήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, = κρυσταλλόπηκτος, Aesch.]