κορυδαλλίς: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(3)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κορῠδαλλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = [[κορυδαλλός]].
|elrutext='''κορῠδαλλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = [[κορυδαλλός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορῠδαλλίς, ίδος = κορῠδός, Theocr.]
}}
}}

Revision as of 03:15, 10 January 2019

Greek Monotonic

κορῠδαλλίς: -ίδος, ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).

Russian (Dvoretsky)

κορῠδαλλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = κορυδαλλός.

Middle Liddell

κορῠδαλλίς, ίδος = κορῠδός, Theocr.]