νύμφαιον: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(6_22) |
(1ba) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νύμφαιον''': τό, ναὸς τῶν νυμφῶν, Πλουτ. Ἀλέξ. 7, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4616, περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τόμ. 2, σελ. 309, 30). | |lstext='''νύμφαιον''': τό, ναὸς τῶν νυμφῶν, Πλουτ. Ἀλέξ. 7, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4616, περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τόμ. 2, σελ. 309, 30). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νύμφαιον:''' τό ([[νύμφη]]), το [[ιερό]] των Νυμφών, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νύμφαιον]], ου, τό, [[νύμφη]]<br />a [[temple]] of the nymphs, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 04:20, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 268] τό, od. νυμφαῖον, vgl. Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 3, 311 u. Lob. Phryn. 351; Tempel der Nymphen, Plut. Alex. 7 Long. 1, 5; – τὰ νυμφαῖα, Fest der Nymphen, Sp. – S. nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
νύμφαιον: τό, ναὸς τῶν νυμφῶν, Πλουτ. Ἀλέξ. 7, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4616, περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τόμ. 2, σελ. 309, 30).
Greek Monotonic
νύμφαιον: τό (νύμφη), το ιερό των Νυμφών, σε Πλούτ.