παρήιον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(1ba) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰρήιον''': τό, (Ἰων ἀντὶ παρεῖον, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰλ. ὡς ἑνικ. ἀντὶ παρειὰ ([[ὅπερ]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον κατὰ πληθ.), τὸ «[[μάγουλον]]», Ἰλ. Ψ. 690 ἐπὶ τῆς σιαγόνος λύκου, πᾶσι δὲ [[παρήιον]] αἵματι φοινόν, «πεφοινιγμένον ὑπὸ αἵματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 159· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ λέοντος, παρήιά τ’ ἀμφοτέρων αἱματόεντα πέλει Ὀδ. Χ. 404. ΙΙ. παρήιο ἔμμεναι ἵππων, παραγναθίδιον, Ἰλ. Δ. 142. | |lstext='''πᾰρήιον''': τό, (Ἰων ἀντὶ παρεῖον, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰλ. ὡς ἑνικ. ἀντὶ παρειὰ ([[ὅπερ]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον κατὰ πληθ.), τὸ «[[μάγουλον]]», Ἰλ. Ψ. 690 ἐπὶ τῆς σιαγόνος λύκου, πᾶσι δὲ [[παρήιον]] αἵματι φοινόν, «πεφοινιγμένον ὑπὸ αἵματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 159· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ λέοντος, παρήιά τ’ ἀμφοτέρων αἱματόεντα πέλει Ὀδ. Χ. 404. ΙΙ. παρήιο ἔμμεναι ἵππων, παραγναθίδιον, Ἰλ. Δ. 142. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[παρειά]]): [[cheek]], [[jaw]]; cheekpiece of a [[bridle]], Il. 4.142. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰρήιον, ου, τό, [ionic for [[παρεῖον]] [[which]] is not in use]<br /><b class="num">I.</b> the [[cheek]], jaw, Hom.<br /><b class="num">II.</b> [[παρήιον]] the [[cheek]]-[[ornament]] of a [[bridle]], Il. Cf. [[παρειά]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:20, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
πᾰρήιον: τό, (Ἰων ἀντὶ παρεῖον, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰλ. ὡς ἑνικ. ἀντὶ παρειὰ (ὅπερ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον κατὰ πληθ.), τὸ «μάγουλον», Ἰλ. Ψ. 690 ἐπὶ τῆς σιαγόνος λύκου, πᾶσι δὲ παρήιον αἵματι φοινόν, «πεφοινιγμένον ὑπὸ αἵματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 159· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ λέοντος, παρήιά τ’ ἀμφοτέρων αἱματόεντα πέλει Ὀδ. Χ. 404. ΙΙ. παρήιο ἔμμεναι ἵππων, παραγναθίδιον, Ἰλ. Δ. 142.
English (Autenrieth)
(παρειά): cheek, jaw; cheekpiece of a bridle, Il. 4.142.
Middle Liddell
πᾰρήιον, ου, τό, [ionic for παρεῖον which is not in use]
I. the cheek, jaw, Hom.
II. παρήιον the cheek-ornament of a bridle, Il. Cf. παρειά.