τροπισμός: Difference between revisions
From LSJ
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
(42) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν [[τροπίζω]]<br /><b>ναυτ.</b> [[κατάκλιση]] του σκάφους με σκοπό τον καθαρισμό και τη [[συντήρηση]] της γάστρας του. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν [[τροπίζω]]<br /><b>ναυτ.</b> [[κατάκλιση]] του σκάφους με σκοπό τον καθαρισμό και τη [[συντήρηση]] της γάστρας του.<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>βιολ.</b><br /><b>1.</b> [[προσανατολισμός]] της αύξησης τον οποίο παρουσιάζουν τα φυτικά όργανα ως [[αντίδραση]] σε διάφορα ερεθίσματα, [[φυσικά]], όπως [[είναι]] λ.χ. το φως και η [[βαρύτητα]], ή χημικά, όπως [[είναι]] η [[παρουσία]] ορισμένων χημικών στοιχείων κ.ά.<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ολοκληρωτική [[μετακίνηση]] ενός οργανισμού ο [[οποίος]] διευθύνεται [[προς]] έναν [[φυσικό]] παράγοντα ή απομακρύνεται από αυτόν, ο [[τακτισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tropism</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 10 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν τροπίζω
ναυτ. κατάκλιση του σκάφους με σκοπό τον καθαρισμό και τη συντήρηση της γάστρας του.
(II)
ο, Ν
βιολ.
1. προσανατολισμός της αύξησης τον οποίο παρουσιάζουν τα φυτικά όργανα ως αντίδραση σε διάφορα ερεθίσματα, φυσικά, όπως είναι λ.χ. το φως και η βαρύτητα, ή χημικά, όπως είναι η παρουσία ορισμένων χημικών στοιχείων κ.ά.
2. (κατ' επέκτ.) η ολοκληρωτική μετακίνηση ενός οργανισμού ο οποίος διευθύνεται προς έναν φυσικό παράγοντα ή απομακρύνεται από αυτόν, ο τακτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tropism < τρόπος + κατάλ. -ισμός].