βαρύτητα
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
η (AM βαρύτης) βαρύς)
1. το να είναι κάτι βαρύ, το βάρος
2. (για ήχο) το να είναι βαθύς, χαμηλός
νεοελλ.
1. η σοβαρότητα, το κύρος
2. η κρισιμότητα
3. παγκόσμια δύναμη έλξης που ενεργεί ανάμεσα στην ύλη
στη Γη όλα τα σώματα έχουν βάρος ή δύναμη βαρύτητας με φορά προς τα κάτω, ανάλογη προς τη μάζα τους
αρχ.
1. (για μέλος του σώματος) δυσκινησία
2. (για το στομάχι) δυσπεψία
3. αλαζονεία
4. αξιοπρέπεια
5. η κακία του χαρακτήρα
6. (ρητ.) η φορτικότητα του λόγου
7. γραμμ. ο τονισμός με βαρεία.