ἔλλειμα: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(2)
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔλλειμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> пропуск, пробел, упущение (τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> недочет, недостаток (ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> недоимка, задолженность (ἐλλείματα τέτταρα καὶ δέκ᾽ ἐστὶ τάλαντα Dem.).
|elrutext='''ἔλλειμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> пропуск, пробел, упущение (τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> недочет, недостаток (ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> недоимка, задолженность (ἐλλείματα τέτταρα καὶ δέκ᾽ ἐστὶ τάλαντα Dem.).
}}
}}

Revision as of 17:55, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἔλλειμα: τό, ἔλλειψις, ἐλάττωμα, Ἱππ. 28. 5· τὰ καθ’ ὑμᾶς ἐλλείμματα, τὰς ἐξ ὑμῶν ἐξαρτωμένας ἐλλείψεις ἢ ὀλιγωρίας, Δημ. 26. 3· καθυστερήσεις, ὁ αὐτ. 606. 29· τοῦ νόμου ἔλλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12· τὰ περὶ τὴν διάλεκτον ἐλλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 20.

Russian (Dvoretsky)

ἔλλειμα: ατος τό
1) пропуск, пробел, упущение (τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.);
2) недочет, недостаток (ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.);
3) недоимка, задолженность (ἐλλείματα τέτταρα καὶ δέκ᾽ ἐστὶ τάλαντα Dem.).