Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εφορειακός: Difference between revisions

From LSJ
(15)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εφοριακός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εφοριακός]]<br />ο [[υπάλληλος]] της εφορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εφορ</i>(<i>ε</i>)<i>ία</i>. Η λ. [[εφορειακός]] μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>, ενώ η λ. [[εφοριακός]] από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=και [[εφοριακός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[εφοριακός]]<br />ο [[υπάλληλος]] της εφορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εφορ</i>(<i>ε</i>)<i>ία</i>. Η λ. [[εφορειακός]] μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>, ενώ η λ. [[εφοριακός]] από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

και εφοριακός, -ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο
2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός
ο υπάλληλος της εφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].