κονδυλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κοντυλοφόρος]], -ο<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κονδυλοφόρος]]<br />όργανο [[γραφής]], [[καλάμι]] ειδικό για [[γράψιμο]], [[κυρίως]] το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό [[στέλεχος]], στην [[άκρη]] του οποίου προσαρμόζεται η [[γραφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η. λ. με σημ. «αυτός που έχει κονδύλους» <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Η λ. με σημ. «όργανο [[γραφής]]» <span style="color: red;"><</span> [[κονδύλι]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμο</i>-[[φόρος]], <i>μασκο</i>-[[φόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημήτριο Βερναρδάκη].
|mltxt=και [[κοντυλοφόρος]], -ο<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κονδυλοφόρος]]<br />όργανο [[γραφής]], [[καλάμι]] ειδικό για [[γράψιμο]], [[κυρίως]] το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό [[στέλεχος]], στην [[άκρη]] του οποίου προσαρμόζεται η [[γραφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η. λ. με σημ. «αυτός που έχει κονδύλους» <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Η λ. με σημ. «όργανο [[γραφής]]» <span style="color: red;"><</span> [[κονδύλι]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμο</i>-[[φόρος]], <i>μασκο</i>-[[φόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημήτριο Βερναρδάκη].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

και κοντυλοφόρος, -ο
1. (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, κονδυλόρριζος
2. το αρσ. ως ουσ. ο κονδυλοφόρος
όργανο γραφής, καλάμι ειδικό για γράψιμο, κυρίως το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό στέλεχος, στην άκρη του οποίου προσαρμόζεται η γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η. λ. με σημ. «αυτός που έχει κονδύλους» < κόνδυλος + -φόρος (< φέρω). Η λ. με σημ. «όργανο γραφής» < κονδύλι + -φόρος (< φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, μασκο-φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημήτριο Βερναρδάκη].