καπνοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
(19)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που απορροφά τον καπνό ο [[οποίος]] βγαίνει από τη [[φωτιά]] ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[καπνοβόρος]]<br />[[συσκευή]] ή [[διάταξη]] που συντελεί στην τελειότερη [[καύση]] τών καύσιμων υλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]] ζώων»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>θυμο</i>-<i>βόρος</i>].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που απορροφά τον καπνό ο [[οποίος]] βγαίνει από τη [[φωτιά]] ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[καπνοβόρος]]<br />[[συσκευή]] ή [[διάταξη]] που συντελεί στην τελειότερη [[καύση]] τών καύσιμων υλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]] ζώων»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>θυμο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που απορροφά τον καπνό ο οποίος βγαίνει από τη φωτιά ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοβόρος
συσκευή ή διάταξη που συντελεί στην τελειότερη καύση τών καύσιμων υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -βόρος (< βορά «τροφή ζώων»), πρβλ. αιμο-βόρος, θυμο-βόρος].